Μπάμπεργκ

Μπάμπεργκ
(Bamberg). Πόλη (68.700 κάτ.) της Γερμανίας, στο ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας· βρίσκεται στην Άνω Φραγκονία, στην κοιλάδα του Ρέγκνιτς, λίγο επάνω από τη συμβολή του με τον Μάιν και 50 περίπου χλμ. ΒΔ της Νυρεμβέργης. Η Μ. χρονολογείται από τον Μεσαίωνα και αναφέρεται ήδη από τον 10o αι.· αναπτύχθηκε γύρω από τον πύργο των κομήτων του Μπάμπενμπεργκ (απ’ όπου πήρε και το όνομά της) και το 1007 ορίστηκε από τον αυτοκράτορα Ερρίκο B’ πρωτεύουσα ισχυρής εκκλησιαστικής ηγεμονίας, που καταλύθηκε μόνο το 1802, με τη συνθήκη ειρήνης της Λινεβίλ και ενσωματώθηκε στη Βαυαρία. Σήμερα η Μ. είναι αξιόλογο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο (εργοστάσια μεταλλουργίας, υφαντουργίας κλπ.), αλλά κυρίως είναι μεγάλο τουριστικό κέντρο, χάρη στην επιβλητικότητα και ωραιότητα των πολλών ιστορικών και καλλιτεχνικών μνημείων της. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ο καθεδρικός ναός (13ος αι.), που περιλαμβάνει περίφημα γοτθικά γλυπτά, μεταξύ των οποίων και τον Bamberger Reiter (Ιππότη της Βαμβέργης), ο ναός του Αγίου Μιχαήλ (11ος αι.), σε θαυμάσια γραφική τοποθεσία, και τα δύο ανάκτορα των επισκόπων ηγεμόνων – το Παλαιό, σε ρυθμό Αναγέννησης στη θέση του πύργου των Μπάμπενμπεργκ, και το Νέο (18ος αι.). Μερική άποψη του δημαρχείου της βαυαρικής πόλης Μπάμπεργκ, στη Γερμανία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Βακενρόντερ, Βίλχελμ Χάινριχ — (Wilhelm Heinrich Wackenroder, Βερολίνο 1773 – 1798). Γερμανός συγγραφέας. Γόνος πλούσιας οικογένειας, σπούδασε στο Ερλάνγκεν και στο Γκέτινγκεν. Μαζί με τον Τικ, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά, επεχείρησε ένα είδος πνευματικού προσκυνήματος σε… …   Dictionary of Greek

  • Βαμβέργη — Εξελληνισμένος τύπος της γερμανικής πόλης Μπάμπεργκ (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • Βάσερμαν, Άουγκουστ φον- — (August von Wassermann, Μπάμπεργκ 1866 – Βερολίνο 1925). Γερμανός μικροβιολόγος και ανοσολόγος. Σπούδασε στα πανεπιστήμια Μονάχου, Ερλάνγκεν, Στρασβούργου και Βιέννης. Από το 1888 εγκαταστάθηκε στο Στρασβούργο και άρχισε να εξασκεί το ιατρικό… …   Dictionary of Greek

  • Βαυαρία — (Bayern). Ομόσπονδο κράτος (70.547 τ. χλμ., 12.154.967 κάτ.) της Γερμανικής Δημοκρατίας, της οποίας καταλαμβάνει το νοτιοανατολικό τμήμα. Συνορεύει Ν και ΝΑ με την Αυστρία, Α με την Τσεχία, Δ και ΒΔ με τα κρατίδια του Μπάντεν Βίρτερμπεργκ και της …   Dictionary of Greek

  • Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… …   Dictionary of Greek

  • Κράους, Μάρτιν — (Martin Kraus, Μπάμπεργκ 1526 – Βυρτεμβέργη 1607). Γερμανός φιλόλογος και θεολόγος. Υπήρξε ο πρώτος μελετητής της νεοελληνικής γλώσσας και φιλολογίας. Ήταν γιος λουθηρανού ιερέα και ακολούθησε φιλολογικές και θεολογικές σπουδές. Αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Λεοπόλδος του Μπάμπενμπουργκ — Όνομα μαργράβων (τίτλος ευγενείας και το αξίωμα του διοικητή παραμεθόριων περιοχών στην Ευρώπη, ανάλογο με τον βυζαντινό ακρίτα) της Αυστρίας, μελών του οίκου των Μπάμπενμπουργκ, ο οποίος ηγεμόνευσε στην Αυστρία από το 976 έως το 1246, με έδρα το …   Dictionary of Greek

  • Μπαϊρόιτ — (Bayreuth). Πόλη (75.400 κάτ.) της Γερμανίας, στο ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας, πρωτεύουσα της Άνω Φραγκονίας, 65 χλμ. ΒΑ της Νυρεμβέργης. Ιδρύθηκε το 1194 από τον επίσκοπο Όθωνα B’ του Μπάμπεργκ και κοσμήθηκε με λαμπρά έργα τέχνης κυρίως από… …   Dictionary of Greek

  • Μπερτιέ, Λουί — (Luis Berthier, Βερσαλίες 1753 – Μπάμπεργκ, Βαυαρία 1815). Γάλλος στρατάρχης. Το 1789 έγινε στρατηγός της εθνοφυλακής των Βερσαλιών και το 1796 αρχηγός του επιτελείου της στρατιάς της Ιταλίας. Κατόπιν έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Αιγύπτου και… …   Dictionary of Greek

  • Χέγγελ, Γκεόργκ Βίλχελμ Φρίντριχ — (Georg Hegel, Στουτγάρδη 1770 – Βερολίνο 1831). Γερμανός φιλόσοφος. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού και ο φιλόσοφος με τον οποίο αποκορυφώνεται και τερματίζεται η καθεαυτό κλασική φιλοσοφία. Η ζωή του. Μπήκε στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”